κουφωτός

κουφωτός
-ή, -ό
ο κοίλος εσωτερικά, που έχει κούφωμα: Άφησα τα παράθυρα κουφωτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουφωτός — ή, ό [κουφώνω] 1. κοίλος και κενός στο εσωτερικό του, κούφιος 2. (για παράθυρο) μισάνοιχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”